- χρωμοτυπογραφία
- η полигр, многокрасочная печать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρωμοτυπογραφία — η, Ν (τυπογρ.) εκτύπωση έγχρωμων εικόνων, έγχρωμη τυπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromotypography < χρώμα + τυπογραφία] … Dictionary of Greek
χρωμοτυπογραφία — η η εκτύπωση πολύχρωμων εντύπων και μάλιστα εικόνων με τη χρησιμοποίηση πολλών πλακών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek